- Βούπορθμος
- Βούπορθμοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βουπόρθμου — Βούπορθμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουπόρθμῳ — Βούπορθμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АРГОС — I. • Argos, Άργος, τό, значит равнина, и именно приморская равнина; в особенности это имя (так же, как Ларисса) было названием пеласгических городов. 1. Πελασγικον Άργος у Гомера (Il. 2, 681) обозначает фессалийскую… … Реальный словарь классических древностей
БУПОРФМ — • Buporthmus, Βούπορθμος, выдающаяся, наподобие полуострова, часть горы в области Гермионской, на берегу Арголиды, где находились святилища Деметры, Коры и Афины; н. Кап Мусаки или Фермиси. Paus. 2, 34, 8 … Реальный словарь классических древностей
Βόσπορος — (τουρκ. Boazici). Το στενό που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία και συγχρόνως συνδέει τον Εύξεινο Πόντο με την Προποντίδα. Έχει μήκος περίπου 31 χλμ. και πλάτος από 550 (ελάχιστο) έως 3.200 (μέγιστο) μ. Η φυσική διαμόρφωση του Β. παρουσιάζει… … Dictionary of Greek